- μηχανικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται ή γίνεται με μηχανές: Μηχανικά πειράματα.2. αυτός που γίνεται ασυνείδητα: Ήταν αφηρημένη και δούλευε κάνοντας μηχανικές κινήσεις.————————ο1. ειδικός επιστήμονας ή τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή, τη συντήρηση ή το χειρισμό των μηχανών.2. μηχανικός πλοίου, μηχανολόγος.3. πολιτικός μηχανικός, ο επιστήμονας που ασχολείται με το σχεδιασμό και την κατασκευή τεχνικών έργων (δρόμων, οικοδομών κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.